- αοριστολογία
- ηλόγος αόριστος, ασαφής, χωρίς συγκεκριμένη έννοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αοριστολογία — η λόγος που δεν είναι σαφής και ακριβής: Στα συγκεκριμένα παράπονά του εκείνος απάντησε με αοριστολογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αοριστία — η (Α ἀοριστία) το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα νεοελλ. ασαφής λόγος, αοριστολογία αρχ. 1. το να είναι κάτι απεριόριστο 2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα 3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα,… … Dictionary of Greek
επαμφοτερισμός — (AM ἐπαμφοτερισμός) [επαμφοτερίζω] δισταγμός, ενδυασμός, αμφιταλάντευση νεοελλ. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια αρχ. αβεβαιότητα για τη συγγένεια, για το γένος («ἐπαμφοτερισμός τῶν τέκνων», Φίλ.) … Dictionary of Greek
γενικότητα — η 1. το να είναι κάτι γενικό, η καθολικότητα: Η γενικότητα του ζητήματος. 2. αοριστολογία, ασάφεια: Η απολογία του ήταν γεμάτη γενικότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαμφοτερισμός — ο 1.αμφιταλάντευση, δισταγμός, αβεβαιότητα. 2. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)